- αστιατρικός
- -ή, -όαυτός που έχει σχέση με τον αστίατρο: Έγινε αστιατρική επιθεώρηση των ζαχαροπλαστείων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αστυϊατρικός — και αστιατρικός, ή, ό ο σχετικός με τη δημόσια υγεία στις πόλεις … Dictionary of Greek